- αυτοκαλλιέργεια
- ηη καλλιέργεια ενός κτήματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτουργία — η (AM αὐτουργία) [αυτουργός] νεοελλ. 1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος 2. φρ. «ηθική αυτουργία» η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος… … Dictionary of Greek